Έχουν βρεθεί 5.000 εξωπλανήτες στο γαλαξία μας, αλλά είμαστε ακόμα μόνοι
Σύνταξη-επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Μέχρι στιγμής, η αναζήτηση ενός κόσμου που να μοιάζει πραγματικά με τη Γη έχει αποδειχθεί μάταιη.
Το σύμπαν μας είναι γεμάτο από άλλους κόσμους, οι οποίοι περιφέρονται γύρω από τους δικούς τους ήλιους. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, αυτό ήταν απλώς μια υπόθεση, όχι γεγονός. Οι αστρονόμοι μπορούσαν μόνο να κοιτάζουν μόνο μέσω τηλεσκοπίων μακρινά άστρα και να ονειρεύονται τους πλανήτες που μπορεί να έκρυβαν προσωρινά τη λάμψη τους. Πριν από περίπου 30 χρόνια – πολύ πρόσφατα αν αναλογιστούμε πόσο καιρό οι άνθρωποι κοιτάζουν τους ουρανούς - εμφανίστηκαν τα πρώτα ψυχρά, σκληρά δεδομένα. Οι αστρονόμοι άρχισαν να ανιχνεύουν τα σήματα των κόσμων πέρα από το ηλιακό μας σύστημα, στην αρχή μόνο λίγα, και στη συνέχεια – καθώς έγιναν διαθέσιμα και πιο εξελιγμένα όργανα – εκατοντάδες και εκατοντάδες. Τώρα, σύμφωνα με τους αριθμούς της NASA, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων εξωπλανητών στον γαλαξία μας έχει ξεπεράσει τους 5.000.
Η διαστημική υπηρεσία ανακοίνωσε την προσθήκη 65 πρόσφατα επιβεβαιωμένων πλανητών στο αρχείο της αυτή την εβδομάδα, ανεβάζοντας τον τρέχοντα απολογισμό σε 5.005. «Είναι πολύ δύσκολο να βρεις αυτά τα πράγματα – οι άνθρωποι προσπαθεί για εκατοντάδες χρόνια», λέει η Jessie Christiansen, αστροφυσικός στο Ινστιτούτο Επιστήμης Εξωπλανητών της NASA στο Caltech. «Συμμετείχα σε τέσσερις διαφορετικές αναζητήσεις εξωπλανητών πριν δουλέψω σε μία που ήταν πραγματικά επιτυχημένη», συμπληρώνει.
Οι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει αρκετούς εξωπλανήτες ώστε να μπορέσουν να συλλέξουν μερικές ενδιαφέρουσες γνώσεις για το σύμπαν. Η φύση, αποδεικνύεται ικανή να παράγει κάθε είδους κόσμους. Υπάρχουν εξωπλανήτες πιο μικροί από τον Ερμή και διπλάσιοι σε μέγεθος από τον Δία, παγωμένοι και ζεστοί, βραχώδεις, με κάποιο είδος επιφάνειας και αποτελούμενοι μόνο από αέριες μάζες. Υπάρχει ο πλανήτης Proxima d γύρω από το άστρο Proxima Centauri που βρίσκεται πιο κοντά στον ήλιο μας – μόλις 4,2 έτη φωτός μακριά – και πλανήτες γύρω από άστρα, μόνο μερικές χιλιάδες έτη φωτός μακριά. Οι αστρονόμοι μπορούν να πουν με σιγουριά, με βάση όσα έχουν βρει μέχρι στιγμής, ότι ο Γαλαξίας μας πρέπει να έχει περισσότερους πλανήτες παρά άστρα.
Όμως, η κινητήρια δύναμη που στηρίζει όλη αυτή την αναζήτηση – η εύρεση ζωής σε έναν άλλο πλανήτη – εξακολουθεί να μένει ανεκπλήρωτη. Οι αστρονόμοι έχουν βρει βραχώδεις εξωπλανήτες στο μέγεθος της Γης και μερικοί από αυτούς περιστρέφονται στις κατοικήσιμες ζώνες των άστρων τους, όπου οι συνθήκες είναι κατάλληλες για ύπαρξη νερού σε υγρή κατάσταση. Κανείς όμως δεν έχει ανακαλύψει ακόμη στοιχεία ύπαρξης ζωής στην ατμόσφαιρα ενός άλλου πλανήτη, ούτε έχει ανιχνεύσει εκπομπές ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε ραδιοσυχνότητες από την κατεύθυνση ενός μακρινού κόσμου. Οι αστρονόμοι μπορούν να προβλέψουν πόσοι πλανήτες υπάρχουν εκεί, αλλά δεν μπορούν να πουν πόσους θα πρέπει να βρούμε για να ανακαλύψουμε μια άλλη Γη ή έστω ένα σημάδι εξωγήινης ζωής. Ακόμη και με περισσότερους από 5.000 βεβαιωμένους εξωπλανητες, εξακολουθούμε να είμαστε μόνο εμείς. Στην πραγματικότητα, οι επιστήμονες θα μπορούσαν να βρουν ακόμη 5.000 εξωπλανήτες και μπορεί να είμαστε ακριβώς τόσο μόνοι όσο είμαστε τώρα.
Οι πρώτοι γνωστοί εξωπλανήτες εντοπίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, χρησιμοποιώντας επίγεια τηλεσκόπια που μπορούσαν να πιάσουν άστρα να ταλαντεύονται πάνω στους άξονές τους, ένα σημάδι ότι ένας πλανήτης μπορεί να περιφέρεται γύρω τους. Το πεδίο εξερράγη πραγματικά μετά την εκτόξευση το 2009, ενός τηλεσκοπίου – ανιχνευτή της NASA, του Kepler. Από την θέση του στο μακρινό διάστημα, το Kepler παρατήρησε εκατοντάδες χιλιάδες άστρα, αυτή τη φορά ψάχνοντας μικροσκοπικές βυθίσεις στη φωτεινότητα τους, σημάδι ότι ένας πλανήτης μπορεί να περνούσε από μπροστά τους, μειώνοντας τη λάμψη τους. Το Kepler, το οποίο η NASA απέσυρε το 2018 όταν τελείωσαν τα καύσιμα του, διευκόλυνε την ανακάλυψη περίπου των δύο τρίτων από τους 5.005 γνωστούς εξωπλανήτες.
Με τα χρόνια, οι εξωπλανήτες έχουν μπερδέψει και ενθουσιάσει τους επιστήμονες. Η Christiansen μπορεί και παραθέτει τα ονόματά τους με ευκολία, παρόλο που μοιάζουν περισσότερο με σειριακούς αριθμούς παρά με εξωγήινους κόσμους: HD 209458, HD 189733, GJ 1214. Η αφθονία καυτών πλανητών όπως ο Δίας – γιγάντιες καυτές μάζες που ολοκληρώνουν την περιστροφή τους γύρω από το άστρο τους μέσα σε λίγες μέρες – ανέτρεψε τις παραδοσιακές θεωρίες για το σχηματισμό πλανητών, οι οποίες δεν ερμήνευαν την δημιουργία τόσο τεράστιων αέριων πλανητών σε στενή συνάφεια με τους ήλιους τους. Η ανακάλυψη συστημάτων με πολλούς πλανήτες υποδηλώνει ότι η διάταξη του δικού μας πλανητικού συστήματος μπορεί να είναι κοινή. Μερικές από αυτές τις ανακαλύψεις είναι ταυτόχρονα οικείες και παράξενες. Για παράδειγμα, οι πλανήτες γύρω από ένα άστρο που ονομάζεται TRAPPIST-1, σε απόσταση περίπου 40 ετών φωτός, που ανακαλύφθηκαν το 2017. Υπάρχουν επτά, σχεδόν στο μέγεθος της Γης και βραχώδεις. Αλλά ο ήλιος τους έχει το μέγεθος μόνο του Δία, και ένας χρόνος στον πιο μακρινό από αυτούς διαρκεί μόλις 20 ημέρες. Αυτό το μακρινό σύστημα θα μπορούσε, θεωρητικά, να φιλοξενεί ζωή επειδή τρεις από τους πλανήτες του περιφέρονται σε τροχιά εντός της κατοικήσιμης ζώνης του άστρου. Οι αστρονόμοι δεν γνωρίζουν ακόμη τίποτα για την ατμόσφαιρά τους, αλλά σύντομα θα έχουν αυτή την ευκαιρία μέσω ενός ένα νέου παρατηρητηρίου της NASA – το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb, το οποίο θα μπορούσε να εντοπίσει ορισμένα μόρια που γνωρίζουμε ότι μπορούν να συσχετιστούν με τη ζωή.
Η αναζήτηση εξωπλανητών επέτρεψε στους επιστήμονες να βάλουν τη Γη και το υπόλοιπο ηλιακό μας σύστημα σε κοσμικό πλαίσιο. Μέχρι στιγμής, αυτό που βλέπουν είναι ότι η Γη είναι αρκετά σπάνια. Δεν έχουμε βρει ακόμη έναν πλανήτη που να μοιάζει με τη Γη: έναν βραχώδη κόσμο περίπου στο μέγεθος του δικού μας, με ατμόσφαιρα πλούσια σε χημικά και επιφανειακές θερμοκρασίες που θα επέτρεπαν στο νερό να παραμένει σε υγρή μορφή, αντί να εξατμιστεί ή να παγώσει μόνιμα. Αυτό δεν πτόησε τους κυνηγούς εξωγήινων, ειδικά όσους ενδιαφέρονται να βρουν στοιχεία όχι για μικροβιακή ζωή, αλλά για προηγμένους πολιτισμούς. Κάθε φορά που ανακαλύπτεται ότι ένα άστρο έχει πλανήτη, ακόμα κι αν δεν μοιάζει με τη Γη, οι αστρονόμοι του Ινστιτούτου SETI στοχεύουν τις κεραίες των τηλεσκοπίων τους στο άστρο ούτως ή άλλως, σε περίπτωση που κάποιος άλλος πλανήτης κρύβεται σε αυτό το σύστημα, εκπέμποντας σε μια συχνότητα που θα μπορούσαμε να πιάσουμε. Περισσότερες ανακαλύψεις εξωπλανητών θα έδιναν στους επιστήμονες περισσότερες ευκαιρίες να κάνουν αυτό το είδος εργασίας και νέες αποστολές, συμπεριλαμβανομένων των τηλεσκοπίων στο έδαφος και στο διάστημα, που αναμένεται να αυξήσουν το απόθεμα τις επόμενες δεκαετίες.
Θα μπορούσαν άλλοι 5.000 εξωπλανήτες, ή ακόμα και 10.000 ή 20.000, να μας φέρουν πιο κοντά στην απάντηση σε αυτό το μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα; Αυτό εξαρτάται βέβαια, όχι από το μέγεθος του αποθέματος ή την πολυπλοκότητα των οργάνων μας, αλλά από το ίδιο το σύμπαν και από το πόσο κοινή – ή όχι – είναι η ζωή. «Όσες περισσότερες πιθανότητες έχουμε να ρίξουμε τη ζαριά, τόσο πιο πιθανό είναι να «χτυπήσουμε» τελικά έναν πλανήτη που να έχει ζωή», λέει η Christiansen. Όμως οι επιστήμονες δεν έχουν ιδέα πόσες πλευρές έχει το κάθε ζάρι. «Θα μπορούσε να είναι ένα ζάρι 100 δισεκατομμυρίων πλευρών, και η πλευρά που είμαστε εμείς να έχει εμφανιστεί κυριολεκτικά μόνο μία φορά», προσθέτει και συνεχίζει: «Και καθόμαστε εδώ και ρωτάμε: μα που είναι τέλος πάντων οι άλλοι»; «Αν πρόκειται για ένα ζάρι ενός εκατομμυρίου πλευρών, δεν έχουμε πραγματικά αυξήσει τις πιθανότητές μας, αλλά αν πρόκειται για ένα 100 πλευρών, τότε έχουμε δώσει αρκετές ευκαιρίες στον εαυτό μας», καταλήγει.
Οι αστρονόμοι θα συνεχίσουν να αναζητούν περισσότερους εξωπλανήτες, οδηγούμενοι από την πεποίθηση ότι, σε έναν τόσο μεγάλο γαλαξία, γεμάτο με τόσα πολλά άστρα και ακόμη περισσότερους πλανήτες, η ζωή θα πρέπει να είναι πιο κοινή από ό,τι υποδηλώνουν τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία. Σε μια δεκαετία από τώρα, όταν – όπως υποψιάζεται η Christiansen – η κοινότητα των εξωπλανητών θα διπλασιάσει τον κατάλογό της με επιβεβαιωμένα ευρήματα, μπορεί να συνεχίζουμε να ρίχνουμε τα ζάρια, ξανά και ξανά, κρατώντας την αναπνοή μας για να δούμε πώς προσγειώνονται.
Πηγή: The Atlantic