Νέα έρευνα διαπιστώνει ότι οι χαμηλές νότες (πραγματικά) κάνουν τους ανθρώπους να χορεύουν

Νέα έρευνα διαπιστώνει ότι οι χαμηλές νότες (πραγματικά) κάνουν τους ανθρώπους να χορεύουν

Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Οι νευροεπιστήμονες δείχνουν ότι οι άνθρωποι λικνίζονται περισσότερο σε πολύ χαμηλές συχνότητες, παρόλο που δεν είναι συνειδητά ανιχνεύσιμες. 

Σύμφωνα με πρόσφατα πειράματα, όταν προστέθηκε ήχος πολύ χαμηλής συχνότητας (VLF) κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εκδήλωσης ηλεκτρονικής μουσικής, οι συμμετέχοντες στην συναυλία λικνίζονταν περισσότερο, παρόλο που δεν μπορούσαν να ακούσουν τις συχνότητες.

 

«Αυτός είναι πραγματικό φαινόμενο – μία πραγματική συναυλία χορού ηλεκτρονικής μουσικής – και επιβεβαιώνει ότι το μπάσο πραγματικά κάνει τους ανθρώπους να χορεύουν περισσότερο, και αυτό δεν είναι απλώς κάτι που προέρχεται από συνειδητή μας επίγνωση», δήλωσε ο Δρ Daniel Cameron, νευροεπιστήμονας και πρώτος συγγραφέας της εργασίας από το Πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά.

Ο Cameron και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι και προηγούμενες μελέτες συμπέραναν πως η μουσική που προκαλεί την επιθυμία για χορό έχει περισσότερο ήχο χαμηλής συχνότητας και ότι οι χαμηλές νότες βοηθούν τους ανθρώπους να συγχρονιστούν με τη μουσική. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές αν αυτή η επίδραση των χαμηλών συχνοτήτων θα ήταν ορατή στον πραγματικό κόσμο, όταν τέτοιοι ήχοι δεν είναι συνειδητά ανιχνεύσιμοι.

Γράφοντας στο περιοδικό Current Biology, η ομάδα αναφέρει πώς οργάνωσαν μια συναυλία ηλεκτρονικής μουσικής του καναδικού ντουέτου Orphx στο McMaster και ζήτησαν από τους παρευρισκόμενους να φορούν κορδέλες κεφαλής που καταγράφουν κίνηση. Στη συνέχεια άρχισαν να ενεργοποιούν και να απενεργοποιούν τα εξειδικευμένα ηχεία παραγωγής ήχου πολύ χαμηλών συχνοτήτων (VLF) κάθε 2,5 λεπτά κατά τη διάρκεια της συναυλίας (55 λεπτών).

Τα αποτελέσματα από 43 συμμετέχοντες – που συμφώνησαν να φορέσουν την κορδέλα – έδειξαν ότι λικνίστηκαν 11,8% περισσότερο, κατά μέσο όρο, όταν τα ηχεία VLF ήταν ενεργοποιημένα. Ο Cameron σημείωσε ότι αυτό σήμαινε πως οι άνθρωποι χόρευαν πιο έντονα ή με πιο υπερβολικές κινήσεις. Στο τέλος της συναυλίας, 51 παρευρισκόμενοι συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που ρωτούσε αν μπορούσαν να αισθανθούν τη μουσική στο σώμα τους και αν οι σωματικές αισθήσεις επηρέαζαν την παρόρμηση τους να κινηθούν. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι παρευρισκόμενοι στη συναυλία βίωσαν σωματικές αισθήσεις που σχετίζονται με τη μουσική, αλλά ότι αυτά τα συναισθήματα δεν αξιολογήθηκαν ως ισχυρότερα από ό,τι σε παρόμοιες συναυλίες, όπου συνήθως δεν χρησιμοποιούνται ηχεία VLF.

Στη συνέχεια, η ομάδα διεξήγαγε ένα περαιτέρω πείραμα στο οποίο ζητήθηκε από 17 άτομα να διακρίνουν μεταξύ δύο κομματιών της μουσικής της συναυλίας που ήταν πανομοιότυπα και δύο κομμάτια που διέφεραν μόνο από την παρουσία ή την απουσία των πολύ χαμηλών συχνοτήτων. Τα αποτελέσματα από 72 τέτοιες δοκιμές αποκάλυψαν ότι οι συμμετέχοντες έκαναν μόνο τυχαίες επιλογές διαχωρισμού των κομματιών της μουσικής.

Ο Cameron είπε ότι αυτό υποστηρίζει το συμπέρασμα πως οι συμμετέχοντες στη συναυλία δεν γνώριζαν συνειδητά την επιρροή των VLF. «Θα χάναμε κάθε εγκυρότητα αν απλώς σπρώχναμε ρυθμικά τα ηχεία μέχρι να ακούγονται σαν κροτάλισμα γιατί τότε ο καθένας θα μπορούσε να πει πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει, δεν θέλαμε να γνωρίζουν τι κάνουμε», πρόσθεσε. Η ομάδα λέει ότι είναι πιθανό πως οι χαμηλής συχνότητας ήχοι συλλαμβάνονται από μηχανοϋποδοχείς στο δέρμα και στο σώμα, καθώς και από το αιθουσαίο σύστημα στο εσωτερικό του αυτιού, το οποίο σχετίζεται  με την αίσθηση της ισορροπίας.

Η Δρ Anne Keitel, λέκτορας στη γνωστική νευροεπιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Dundee, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, φρονεί ότι αν και οι πολύ χαμηλές συχνότητες δεν είχαν τεράστια επίδραση στις κινήσεις των παρευρισκόμενων, το αποτέλεσμα φαινόταν να είναι εξαιρετικά ομοιόμορφο ανάμεσα στα άτομα. Ένας μελλοντικός τομέας έρευνας, είπε, θα μπορούσε να εξετάσει εάν τέτοιοι ήχοι μπορούν να μετρηθούν στην εγκεφαλική δραστηριότητα των ανθρώπων, να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνονται και γιατί επηρεάζουν τις κινήσεις των ανθρώπων.

Η Keitel προσθέτει ότι οι μελέτες σαν αυτή είναι εξαιρετικά σπάνιες, αλλά σημαντικές επειδή βοηθούν να διαλευκάνουμε εάν τα εργαστηριακά ευρήματα είναι σχετικά με την πραγματική ζωή. «Η μελέτη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην παρακολούθηση των κινήσεων των ατόμων κατά τη διάρκεια μιας πραγματικής συναυλίας και τα ερωτηματολόγια έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες διασκέδασαν απόλυτα κατά τη διάρκεια της εμπειρίας – κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει στο εργαστήριο».

Πηγή: The Guardian 

 

Κατασκευή Ιστοσελίδων WEBTEC